ὀλιγοχρόνια

ὀλιγοχρόνια
ὀλιγοχρόνιος
of short duration
neut nom/voc/acc pl
ὀλιγοχρόνιος
of short duration
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγοχρονία — ὀλιγοχρονίᾱ , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem nom/voc/acc dual ὀλιγοχρονίᾱ , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονίας — ὀλιγοχρονίᾱς , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem acc pl ὀλιγοχρονίᾱς , ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”